λογογραφώ

λογογραφώ
(Α λογογραφῶ, -έω) [λογογράφος]
νεοελλ.
είμαι λογοτέχνης, συγγραφέας
αρχ.
1. συντάσσω δικανικούς λόγους επ' αμοιβή, είμαι επαγγελματίας λογογράφος («Δημοσθένης μέν ἐπιψόγως λέγεται λογογραφῶν κρύφα τοῑς... ἀντιδίκοις», Πλούτ.)
2. εξιστορώ σε συγγραφή έναν μύθο ως ιστορικό γεγονός («λογογραφεῑν μυθάρια», Ιουλιαν.)
3. τηρώ λογαριασμούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λογογραφῶ — λογογραφέω to be a pres subj act 1st sg (attic epic doric) λογογραφέω to be a pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογράφῳ — λογόγραφος prose writer masc dat sg λογογράφος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • въписати — ВЪПИ|САТИ 1 (47), ШОУ, ШЕТЬ гл. 1. Вписать, приписать что л., кого л. куда л.: въ книгы мѩ животны˫а въпиши СбЯр XIII, 104; и нача възвѣщати кнѩзю Ст҃ополку. дабы вписалъ Θеѡдось˫а в сѣнаникъ. и радъ бывъ ѡбѣщасѩ и створи. повелѣ митрополиту… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αλογογράφητος — ἀλογογράφητος, ον (Μ) [λογογραφῶ] αυτός που δεν εξιστορήθηκε ή δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια, ανεκδιήγητος, απερίγραπτος …   Dictionary of Greek

  • λογογράφημα — το (Α λογογράφημα) [λογογραφώ] νεοελλ. γραπτό κείμενο ή σύγγραμμα επιμελημένο ως προς το ύφος και τη μορφή, λογοτέχνημα αρχ. σύγγραμμα σε πεζό λόγο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”