- λογογραφώ
- (Α λογογραφῶ, -έω) [λογογράφος]νεοελλ.είμαι λογοτέχνης, συγγραφέαςαρχ.1. συντάσσω δικανικούς λόγους επ' αμοιβή, είμαι επαγγελματίας λογογράφος («Δημοσθένης μέν ἐπιψόγως λέγεται λογογραφῶν κρύφα τοῑς... ἀντιδίκοις», Πλούτ.)2. εξιστορώ σε συγγραφή έναν μύθο ως ιστορικό γεγονός («λογογραφεῑν μυθάρια», Ιουλιαν.)3. τηρώ λογαριασμούς.
Dictionary of Greek. 2013.